- φράδμων
- και φράσμων, -ον, Αευφυής, επιδέξιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ- τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ-ή) + επίθημα -μων (πρβλ. νοή-μων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φράδμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φράδμονας — Φράδμων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμονας — φράδμων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φράδμονες — Φράδμων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμονες — φράδμων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φράδμονος — Φράδμων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμονος — φράδμων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφράδμων — θεοφράδμων, ον (Α) αυτός που μιλά θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φράδμων (< φράζω), πρβλ. ομο φράδμων, συμ φράδμων] … Dictionary of Greek
κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek